- πάκτο
- το (ΑΜ πάκτον)1. (ιδίως στο Βυζάντιο) σύμβαση, συνθήκη, συμβόλαιο («ἄρουραι, ἃς ἔχεις ἐπὶ πάκτῳ παρὰ τοῡ δεῑνα», Πάπ.)2. συμφωνία για τη χρήση ακινήτου αντί ποσού χρημάτων που καταβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μίσθωση («διδόναι τῷ μοναστηρίῳ λόγῳ ἐνιαυσίου καὶ αἰωνίου πάκτον νομισμάτιον ἕν», Πάπ.)μσν.οι φόροι που καταβάλλονταν από τις επαρχίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pactum «συμφωνία, σύμβαση»].
Dictionary of Greek. 2013.